- σκοτεινότης
- σκοτειν-ότης, ητος, ἡ,A darkness, obscurity, Pl.Sph.254a.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σκοτεινότητα — σκοτεινότης darkness fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκοτεινότητα — η / σκοτεινότης, ητος, ΝΑ [σκοτεινός] 1. η ιδιότητα τού σκοτεινού, σκοτεινιά, σκοτεινάδα 2. μτφ. έλλειψη σαφήνειας, ασάφεια (α. «σκοτεινότητα ύφους» β. «ὁ μὲν ἀποδιδράσκων εἰς τὴν τοῡ μὴ ὄντος σκοτεινότητα», Πλάτ.) … Dictionary of Greek